- συνεπιλαμπρύνω
- Αανυψώνω ταυτόχρονα («συνεξορμῶν πρὸς τὰ καλὰ καὶ συνελαμπρύνων τὸ φρόνημα», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιλαμπρύνω «κοσμώ εξαιρετικά, λαμπρύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπιλαμπρύνων — συνεπιλαμπρύ̱νων , συνεπιλαμπρύνω help to brighten pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)